αλεξιβρόχιο

αλεξιβρόχιο
Βλ. λ. ομπρέλα.
* * *
το
ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι-* + βροχή
Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parapluie < para- (στοιχείο που εκφράζει την έννοια τής προστασίας, τής προφυλάξεως) «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + pluie «βροχή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλεξίβροχος — η, ο 1. αυτός που προφυλάσσει από τη βροχή, που δεν τόν διαπερνά η βροχή, ο αδιάβροχος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλεξίβροχο το αλεξιβρόχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + βροχή] …   Dictionary of Greek

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

  • ομπρέλα — Αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την προστασία του ανθρώπου από τη βροχή ή απότον ήλιο. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική umbre = σκιά, ανάλογη με την ελληνική σκιάδιον). Η ο. αποτελείται από ένα υφασμάτινο κάλυμμα που στηρίζεται σε σιδερένιες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”